- κάτογκος
- κάτογκος, -ον (Α)αυτός που έχει μεγάλο όγκο, ογκώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ογκος (< ὄγκος), πρβλ. περί-ογκος, υπέρ-ογκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάτογκον — κάτογκος bulky masc/fem acc sg κάτογκος bulky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek